Anonymous

ἀκριβολογητέον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκριβολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10.
|lstext='''ἀκριβολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10.
}}
{{bailly
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀκριβολογέομαι]].
}}
}}