Anonymous

ἀκταῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκταῖος''': -α, -ον, (ἀκτή) ἐπὶ τῆς ἀκτῆς ἢ παραλίας, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἰωνικῶν [[πόλεων]], Θουκ. 4. 52· [[οὕτως]] Ἀκταία (ἐνν. γῆ), ἡ, παλαιὸν [[ὄνομα]] τῆς Ἀττικῆς = [[ἀκτὴ]] (Α), Ι, 2, Καλλ. Ἀπόσπ. 348. 2) κατοικεῖν παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀνήκειν εἰς τὴν παραλίαν, θεοί, Ὀρφ. Ἀργ. 342· βάτραχοι, Βαβρ. 25, 6· πρβλ. Hicks Inscr. ἀρ. 47 (ο).
|lstext='''ἀκταῖος''': -α, -ον, (ἀκτή) ἐπὶ τῆς ἀκτῆς ἢ παραλίας, ὡς ἐπίθ. τῶν Ἰωνικῶν [[πόλεων]], Θουκ. 4. 52· [[οὕτως]] Ἀκταία (ἐνν. γῆ), ἡ, παλαιὸν [[ὄνομα]] τῆς Ἀττικῆς = [[ἀκτὴ]] (Α), Ι, 2, Καλλ. Ἀπόσπ. 348. 2) κατοικεῖν παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀνήκειν εἰς τὴν παραλίαν, θεοί, Ὀρφ. Ἀργ. 342· βάτραχοι, Βαβρ. 25, 6· πρβλ. Hicks Inscr. ἀρ. 47 (ο).
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> situé sur le rivage;<br /><b>2</b> qui vit près du bord (grenouille).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκτή]]².
}}
}}