Anonymous

ἀκροστόλιον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροστόλιον''': τὸ ἀνώτατον [[χεῖλος]] τοῦ σκάφους τοῦ πλοίου, «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ στολίου, [[στόλιον]] δὲ λέγεται τὸ ἐξὲχον ἀπὸ τῆς πρύμνης καὶ διῆκον [[μέχρι]] τῆς πρῴρας [[ξύλον]], [[ἔνθα]] τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται [[ὄνομα]]», Ἐτυμ. Μ., Πλουτ. Δημήτρ. 43, Καλλίξ. παρ’ Ἀθ. 203Φ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[ἄφλαστον]], Διόδ. 18.75, Παυσ. 9.16, 3.
|lstext='''ἀκροστόλιον''': τὸ ἀνώτατον [[χεῖλος]] τοῦ σκάφους τοῦ πλοίου, «τὸ [[ἄκρον]] τοῦ στολίου, [[στόλιον]] δὲ λέγεται τὸ ἐξὲχον ἀπὸ τῆς πρύμνης καὶ διῆκον [[μέχρι]] τῆς πρῴρας [[ξύλον]], [[ἔνθα]] τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται [[ὄνομα]]», Ἐτυμ. Μ., Πλουτ. Δημήτρ. 43, Καλλίξ. παρ’ Ἀθ. 203Φ. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] = [[ἄφλαστον]], Διόδ. 18.75, Παυσ. 9.16, 3.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />extrémité de l’avant d’un navire.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[στόλος]].
}}
}}