Anonymous

ἀκρόαμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρόᾱμα''': -ατος, τό, ([[ἀκροάομαι]]) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ [[ἄκουσμα]], πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως [[μετὰ]] τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. [[δρᾶμα]], [[μέλος]], κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, [[μάλιστα]] ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ.
|lstext='''ἀκρόᾱμα''': -ατος, τό, ([[ἀκροάομαι]]) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ [[ἄκουσμα]], πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως [[μετὰ]] τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. [[δρᾶμα]], [[μέλος]], κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, [[μάλιστα]] ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l’on entend avec plaisir, ce qui charme l’oreille (parole, chant, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]].
}}
}}