Anonymous

ἀκροθινιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροθῑνιάζομαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] τὰ ἀκροθίνια, [[λαμβάνω]] τὸ κάλλιστον [[μέρος]], [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
|lstext='''ἀκροθῑνιάζομαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] τὰ ἀκροθίνια, [[λαμβάνω]] τὸ κάλλιστον [[μέρος]], [[ἐκλέγω]] δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> choisir comme prémices;<br /><b>2</b> offrir comme prémices, sacrifier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροθίνιον]].
}}
}}