3,274,447
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλαζόνευμα''': -ατος, τό, = [[ἀπάτη]] διὰ μεγάλων λόγων, [[κομπασμός]], [[καύχησις]], Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23. | |lstext='''ἀλαζόνευμα''': -ατος, τό, = [[ἀπάτη]] διὰ μεγάλων λόγων, [[κομπασμός]], [[καύχησις]], Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />fanfaronnade.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζονεύομαι]]. | |||
}} | }} |