Anonymous

ἀλαζόνευμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλαζόνευμα''': -ατος, τό, = [[ἀπάτη]] διὰ μεγάλων λόγων, [[κομπασμός]], [[καύχησις]], Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.
|lstext='''ἀλαζόνευμα''': -ατος, τό, = [[ἀπάτη]] διὰ μεγάλων λόγων, [[κομπασμός]], [[καύχησις]], Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />fanfaronnade.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλαζονεύομαι]].
}}
}}