3,243,582
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκρᾰγής''': -ές, ([[κράζω]]) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σύνθετος]] ἐκ τῶν [[ἄκρος]], [[ἄγος]]· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν [[ἄκρος]], ἄγη· πρβλ. [[ἀκλαγγί]]. | |lstext='''ἀκρᾰγής''': -ές, ([[κράζω]]) ὁ μὴ ὑλακτῶν, ἀκραγεῖς κύνες, ἐπὶ τῶν γρυπῶν· (ὡς πῦρ ἀνήφαιστον, κτλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 803. Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀκραγὲς διὰ τοῦ δυσχερές, σκληρόν, ὀξύχολον, καὶ ἐν Α. Β. 369 ἀναγινώσκομεν ἄκραγγες (ἀναγίνωσκε ἀκραγές), ἀκρόχολον, κτλ. [[ὁπόθεν]] ὁ Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3, σ. 452 ὑποπτεύει ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] [[σύνθετος]] ἐκ τῶν [[ἄκρος]], [[ἄγος]]· ὁ δὲ Ἕρμανν. ἐκ τῶν [[ἄκρος]], ἄγη· πρβλ. [[ἀκλαγγί]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui ne crie pas, muet ; <i>sel. d’autres</i> qui crie fort, féroce.<br />'''Étymologie:''' ἀ- priv. ou augm., [[κράζω]]. | |||
}} | }} |