Anonymous

ἀκερδής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
|lstext='''ἀκερδής''': -ές, ὁ [[ἄνευ]] κέρδους, ἐπιζήμιος, Σοφ. Ο. Κ. 1484, Πλάτ. Κρατ. 417D, κτλ.: ― μὴ φέρων [[κέρδος]], Διον. Ἁλ. 6. 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἄνευ]] κέρδους, δωρεάν, Ἀριστ. Πολ. 5. 8. 19, Πλούτ. 2. 27D. ΙΙ. ὁ μὴ ὢν [[ἄπληστος]] κέρδους, Πλουτ. Ἀριστ. 1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui est le contraire d’un profit, funeste;<br /><b>2</b> qui ne recherche pas le profit, désintéressé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κέρδος]].
}}
}}