Anonymous

ἄληκτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
|lstext='''ἄληκτος''': -ον, ([[λήγω]]) ὁ μὴ λήγων, [[διαρκής]], [[ἀδιάκοπος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. [[ἄλληκτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />incessant, sans fin.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[λήγω]].
}}
}}