3,274,498
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλίσγημα''': -ατος, τό, ([[ἀλισγέω]]) [[μόλυνσις]], [[μίασμα]], Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος. | |lstext='''ἀλίσγημα''': -ατος, τό, ([[ἀλισγέω]]) [[μόλυνσις]], [[μίασμα]], Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλισγέω]]. | |||
}} | }} |