Anonymous

ἄλγημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλγημα''': τό, [[πόνος]] ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, [[πόνος]], [[πάθημα]], Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.
|lstext='''ἄλγημα''': τό, [[πόνος]] ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, [[πόνος]], [[πάθημα]], Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />souffrance, douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλγέω]].
}}
}}