Anonymous

ἀκόμπαστος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκόμπαστος''': καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, [[αὐτόθι]] 554.
|lstext='''ἀκόμπαστος''': καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, [[αὐτόθι]] 554.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans jactance, modeste.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κομπάζω]].
}}
}}