Anonymous

ἀλλόθροος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλόθροος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: [[καθόλου]], = [[ξένος]], [[στρατός]], Ἡρόδ. 1. 78: [[Αἴγυπτος]], ὁ αὐτ. 3. 11· [[πόλις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.
|lstext='''ἀλλόθροος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: [[καθόλου]], = [[ξένος]], [[στρατός]], Ἡρόδ. 1. 78: [[Αἴγυπτος]], ὁ αὐτ. 3. 11· [[πόλις]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· [[ξένος]], [[ἀλλότριος]], γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui parle une autre langue, étranger ; [[ἀλλόθροος]] [[γνώμα]] SOPH conseil d’autrui.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], [[θρέω]].
}}
}}