Anonymous

ἀλλόκοτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλόκοτος''': -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, [[παράδοξος]], [[διάστροφος]], κακοσχημάτιστος, [[τερατώδης]], Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. [[πρᾶγμα]], δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. [[ὄνομα]] = [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]] [[λέξις]], Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν [[πάρος]], γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ [[ἄλλος]], τὸ δὲ -[[κότος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[κατάληξις]], πρβλ. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]· [[διότι]] δυσκολίας παρέχει ἡ [[ὑπόθεσις]] ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει [[κότος]] δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = [[ἦθος]], [[χαρακτήρ]], [[διάθεσις]]).
|lstext='''ἀλλόκοτος''': -ον, ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἢ μορφήν, [[παράδοξος]], [[διάστροφος]], κακοσχημάτιστος, [[τερατώδης]], Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 750, Ἀριστοφ. Σφ. 71, Κράτης ἐν Α. Β. 15, Πλάτ., κτλ., ἀλλ. [[πρᾶγμα]], δυσάρεστον, στρεβλόν, «ἀνάποδον», Θουκ. 3. 49· ἀλλ. [[ὄνομα]] = [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]] [[λέξις]], Πλάτ. Θεαίτ. 182Α: μ. γεν. ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν [[πάρος]], γνώμῃ ἐντελῶς διαφόρῳ τῶν..., Σοφ. Φ. 1191. ― Ἐπίρρ. -τως, Φερεκρ. Ἄδηλ. 26, Πλάτ. Λυσ. 216Α. ― Πρβλ. Ruhnk Τίμ. (πιθ. παράγεται ἀμέσως ἐκ τοῦ [[ἄλλος]], τὸ δὲ -[[κότος]] [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] [[κατάληξις]], πρβλ. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]]· [[διότι]] δυσκολίας παρέχει ἡ [[ὑπόθεσις]] ἡ ἐν Α. Β. 14. 28, ὅτι τῇ λέξει [[κότος]] δυνάμεθα νὰ δώσωμεν τὴν πρώτην σημασίαν τῆς λέξεως ὀργὴ = [[ἦθος]], [[χαρακτήρ]], [[διάθεσις]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> différent de, gén.;<br /><b>2</b> extraordinaire, étrange, prodigieux ; horrible.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], -κοτος ; cf. [[νεόκοτος]], [[παλίγκοτος]].
}}
}}