Anonymous

ἀλυσκάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.
|lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />échapper à, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύσκω]].
}}
}}