3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630. | |lstext='''ἀλυσκάζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ [[ἀλύσκω]], (ἐξ οὗ παραλαμβάνει τοὺς πλαγίους χρόνους), [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], μ. αἰτ. ὕβριν ἀλυσκάζειν, Ὀδ. Ρ. 581: ἀπολ., Ἰλ. Ε. 253., Ζ. 443: - Ἐπ. λέξ. παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Ὀδυσσεῦσι» 10. - Ἐπικός τις ἀόρ. α΄ ἀλύσκασε, Ὀδ. Χ. 330, διωρθώθη ἀλύσκανε (ἐκτεταμένος παρατ. τοῦ [[ἀλύσκω]]) ἐκ τοῦ λεξικοῦ τοῦ Ἀπολλ. καὶ τοῦ Ἁρλ. χειρογρ., ἀλλὰ [[τύπος]] τις ἀλυσκάσσειε διαμένει ἐν Νόνν. Δ. 42. 135., 48. 481, 630. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />échapper à, éviter, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύσκω]]. | |||
}} | }} |