3,277,114
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλῐτρός''': -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = [[ἁμαρτωλός]], κακός, [[φαῦλος]], Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν [[ἀλιτρός]], ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ [[μετὰ]] ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, [[πανοῦργος]], [[περίτριμμα]], Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος. | |lstext='''ἀλῐτρός''': -όν, συγκεκομ. ἀντὶ ἀλιτηρὸς, = [[ἁμαρτωλός]], κακός, [[φαῦλος]], Ἰλ. Θ. 361, Θέογν. 377, Σόλων 13. 27, Πινδ. Ο. 2. 107: ἀλλὰ παρ’ Ὁμ. καὶ ὡς οὐσιαστ. δαίμοσιν [[ἀλιτρός]], ἁμαρτωλὸς πρὸς τοὺς θεούς, Ἰλ. Ψ. 595 καὶ [[μετὰ]] ἐννοίας ἐπιεικεστέρας, [[πανοῦργος]], [[περίτριμμα]], Ὀδ. Ε. 182· θηλ., ἀλιτρὴ εὕρηται ἐν Σιμων. Ἰαμβ. 7. 7, τήν δ’ ἐξ ἀλιτρῆς… ἀλώπεκος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> coupable, criminel ; vaurien, coquin;<br /><b>2</b> injuste, impitoyable, dur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]]. | |||
}} | }} |