Anonymous

ἀλείφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλείφω''': Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. Ἰ. Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]). Ἀλείφω ἢ [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, [[ἀλείφω]] τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ [[μέσον]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ [[ἀμφί]] τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει [[λίπα]] ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. [[λίπα]]), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, [[λίπα]] [[μετὰ]] τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· [[λίπα]] γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, [[αὐτόθι]] 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι [[παρά]] τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. 3) [[ἑτοιμάζω]] ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. II. ὡς τὸ [[ἐπαλείφω]], παρ’ Ὁμ., [[καθόλου]], [[χρίω]], [[ἐπιχρίω]], κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, [[κλείω]] δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]]· πρβλ. [[ἀλοιφή]] III.
|lstext='''ἀλείφω''': Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. Ἰ. Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]). Ἀλείφω ἢ [[χρίω]] δι’ ἐλαίου, [[ἀλείφω]] τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον [[μετὰ]] τὸ [[λουτρόν]], καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ [[μέσον]] ἐπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ [[ἀμφί]] τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει [[λίπα]] ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. [[λίπα]]), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, [[λίπα]] [[μετὰ]] τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· [[λίπα]] γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ [[ἔλαιον]] διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, [[αὐτόθι]] 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι [[παρά]] τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. 3) [[ἑτοιμάζω]] ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. [[ἀλείπτης]], 2. II. ὡς τὸ [[ἐπαλείφω]], παρ’ Ὁμ., [[καθόλου]], [[χρίω]], [[ἐπιχρίω]], κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, [[κλείω]] δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. [[ἐξαλείφω]], [[ἀπαλείφω]]· πρβλ. [[ἀλοιφή]] III.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀλείψω, <i>ao.</i> [[ἤλειψα]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἠλείφθην]], <i>pf.</i> [[ἀλήλιμμαι]];<br /><b>1</b> graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> enduire <i>en gén. (de cire, de fard, etc.)</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀλείφομαι (<i>f.</i> ἀλείψομαι, <i>ao.</i> ἠλειψάμην) s’enduire soi-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
}}
}}