Anonymous

ἁλιστός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλιστός''': [ᾰ], ή, όν, ([[ἁλίζω]]) ἁλατιστός, ἐν ἅλμῃ διατηρούμενος, Ἀνθ. Π. 9. 377, Στράβ. 197.
|lstext='''ἁλιστός''': [ᾰ], ή, όν, ([[ἁλίζω]]) ἁλατιστός, ἐν ἅλμῃ διατηρούμενος, Ἀνθ. Π. 9. 377, Στράβ. 197.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />salé.<br />'''Étymologie:''' [[ἁλίζω]]¹.
}}
}}