Anonymous

ἄλσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄλσος''': -εος, τό, = [[δάσος]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν [[ἄλσος]]. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] = [[τέμενος]], οἱοσδήποτε ἱερὸς [[τόπος]] ἢ [[περίβολος]], ἔτι καὶ [[ἄνευ]] δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον [[ἄλσος]], περὶ τοῦ [[ἐκεῖ]] πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον [[ἄλσος]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, [[ὠκεάνιος]] [[λειμών]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. [[ἁλίρρυτος]], (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «[[ἀλδαίνω]], [[ἀλδήσκω]], = [[τόπος]] [[δροσερός]], χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
|lstext='''ἄλσος''': -εος, τό, = [[δάσος]], [[τόπος]] [[κατάφυτος]] ἐκ δένδρων καὶ χλόης, Ἰλ. Υ. 8, Ὀδ. Κ. 350. ΙΙ. ἰδίως ἱερὸν [[ἄλσος]]. Ὀδ. Ζ. 291, Ἡσ. Ἀσπ. 99, Ἡρόδ. 5. 119, Πλάτ., κτλ.: - [[ἐντεῦθεν]] = [[τέμενος]], οἱοσδήποτε ἱερὸς [[τόπος]] ἢ [[περίβολος]], ἔτι καὶ [[ἄνευ]] δένδρων, Ἰλ. Β. 506, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Ο. 3. 19· οὕτω Μαραθώνιον [[ἄλσος]], περὶ τοῦ [[ἐκεῖ]] πεδίου τῆς μάχης, θεωρουμένου ὡς τόπου ἱεροῦ ἐν ἐπιγράμμ. ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Αἰσχύλ. (Ἀνθ. Π. παράρτ. 3)· μεταφ., πόντιον [[ἄλσος]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, [[ὠκεάνιος]] [[λειμών]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 111, πρβλ. [[ἁλίρρυτος]], (πιθανῶς ἐκ τῆς αὐτῆς «ῥίζης, ἐξ ἧς τὰ «[[ἀλδαίνω]], [[ἀλδήσκω]], = [[τόπος]] [[δροσερός]], χλοάζων: - κατὰ τὸν Döder] ἐκ τοῦ ἄλλομαι, ὡς τό Λατ. saltus ἐκ τοῦ salio).
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> bois, <i>particul.</i> bois sacré;<br /><b>2</b> tout emplacement consacré ; πόντιον [[ἄλσος]] ESCHL le pré sacré de la mer.<br />'''Étymologie:''' R. Ἀλδ, développement de la R. Ἁλ, nourrir, d’où faire croître, croître.
}}
}}