Anonymous

ἀκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκίνδῡνος''': -ον, [[ἄνευ]] κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. [[γέρας]], ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. [[δουλεία]], Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου εἰς ἡμᾶς [[ἀναχώρησις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.
|lstext='''ἀκίνδῡνος''': -ον, [[ἄνευ]] κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. [[γέρας]], ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. [[δουλεία]], Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ [[ἄνευ]] κινδύνου εἰς ἡμᾶς [[ἀναχώρησις]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non dangereux, sans péril ; [[ἐν]] ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κίνδυνος]].
}}
}}