Anonymous

ἀμέλλητος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέλλητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μελλήσεως, ὁ [[ἄνευ]] ἀναβολῆς, [[ἀνυπέρθετος]], Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, [[ὡσαύτως]] ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. [[ἀμέλητος]].
|lstext='''ἀμέλλητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μελλήσεως, ὁ [[ἄνευ]] ἀναβολῆς, [[ἀνυπέρθετος]], Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, [[ὡσαύτως]] ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. [[ἀμέλητος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne doit pas être différé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέλλω]].
}}
}}