Anonymous

Ἀμαζών: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Ἀμαζών''': -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[μαζός]], [[διότι]] κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν [[μαστός]]).
|lstext='''Ἀμαζών''': -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ [[μαζός]], [[διότι]] κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν [[μαστός]]).
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />Amazone ; <i>plur.</i> [[αἱ]] Ἀμαζόνες les Amazones, <i>population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye</i>.<br />'''Étymologie:''' étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de [[μαζός]], <i>litt.</i> femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu’elles s’amputaient d’un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».
}}
}}