Anonymous

ἄμεσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
|lstext='''ἄμεσος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] μεσολαβήσεως ἑτέρου· ἄμεσα καὶ ἀναπόδεικτα, ἐπὶ προτάσεων ἃς δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ διὰ συλλογισμῶν τῇ χρήσει τοῦ μέσου ὅρου, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότερα 2. 23, 4., 1. 3, 2, κτλ. Ἐπίρρ. ἀμέσως = [[ἄνευ]] τῆς μεσολαβήσεως πράγματός τινος, [[εὐθύς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 9539, Ὀλυμπιόδ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />immédiat.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέσος]].
}}
}}