Anonymous

ἀλύσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλύσκω''': Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. [[ἤλυξα]], Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε [[ἐξαλύσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, [[ἀποφεύγω]] τι, [[ἀποκλίνω]], ἀποχωρῶ, [[ἐγκαταλείπω]]· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ [[φεύγω]], [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., [[διαφεύγω]], σῴζομαι· [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: [[προτὶ]] ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι [[ἀνήσυχος]], πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.
|lstext='''ἀλύσκω''': Ὀδ., κτλ.: μέλλ. ἀλύξω, Ἰλ. Κ. 371, Αἰσχύλ. Πέρσ. 94, Σοφ. Ἀντ. 488, κτλ., ἀλλ’ ἀλύξομαι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363: ἀόρ. [[ἤλυξα]], Ἐπ. ἄλυξα, Ὅμ., Ἡσ., Αἰσχύλ.: - Μέσ., ἴδε [[ἐξαλύσκω]] (ἴδε ἐν λ. [[ἀλύω]]). Ποιητ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφ., ἔν τε λυρ. χωρίοις καὶ ἐν διαλόγῳ, [[ἀποφεύγω]] τι, [[ἀποκλίνω]], ἀποχωρῶ, [[ἐγκαταλείπω]]· μ. αἰτ., Ἰλ. Κ. 371, Ὀδ. Μ. 335, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πινδ. Π. 8. 21, Αἰσχύλ. Πρ. 587, κτλ.: σπανίως ὡς τὸ [[φεύγω]], [[μετὰ]] γεν., Σοφ. Ἀντ. 488, Ἠλ. 627: - ἀπολ., [[διαφεύγω]], σῴζομαι· [[ὅθεν]] οὔ πως ἦεν ἀλύξαι, Ὀδ. Χ. 460: [[προτὶ]] ἄστυ ἀλύξῃ, Ἰλ. Κ. 348· ἄλυξεν ἐν Γερήνῳ, = ἐσώθη διαμείνας ἐν Γερήνῳ, Ἡσ. Ἀποσπ. 45. ΙΙ. εἶμαι [[ἀνήσυχος]], πλανῶμαι ἀνησύχως, ὡς τὸ [[ἀλύω]], [[ἀλύσσω]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 57.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀλύξω]] <i>et</i> ἀλύξομαι, <i>ao.</i> [[ἤλυξα]], <i>pf. inus.</i><br />chercher à fuir, fuir, acc. ; échapper à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀλύω]].
}}
}}