Anonymous

ἁλίπλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλίπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὑπὸ ὑδάτων κεκαλυμμένος, τείχεα, Ἰλ. Μ. 26. II. μεταγ. ἐνεργ., = ὁ ἐπὶ τῆς θαλάσσης [[πλέων]], [[ναῦς]], Ἀρίων 17 (Bgk σ. 873)· ὡς οὐσιαστ., [[ναύτης]] [[ἁλιεύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1329, Καλλ. εἰς Δηλ. 15.
|lstext='''ἁλίπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὑπὸ ὑδάτων κεκαλυμμένος, τείχεα, Ἰλ. Μ. 26. II. μεταγ. ἐνεργ., = ὁ ἐπὶ τῆς θαλάσσης [[πλέων]], [[ναῦς]], Ἀρίων 17 (Bgk σ. 873)· ὡς οὐσιαστ., [[ναύτης]] [[ἁλιεύς]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1329, Καλλ. εἰς Δηλ. 15.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><i>att.</i> [[ἁλίπλους]], -ους, -ουν;<br />qui nage en mer, <i>càd</i> couvert par les flots.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[πλέω]].
}}
}}