Anonymous

ἀλαλή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλαλή''': [ᾰλᾰ], Δωρ. [[ἀλαλά]], ἡ, ([[ἀλαλαί]]) = [[ἀλαλητός]], [[μεγάλη]], ἰσχυρά, ἠχηρὰ [[κραυγή]], μανίαι τ’ [[ἀλαλαί]] τ’ ὀρινομένων, Πινδ. Ἀποσπ. 224· ἀλαλαὶ αἰαγμάτων, (ἑτέρα γραφὴ ἀλαλαγαί), Εὐρ. Φοίν. 337: - ἰδίως ἡ [[κραυγή]], μεθ’ ἧς ἤρχιζον τὴν μάχην, πολεμικὴ [[κραυγή]], τῆς μάχης [[κραυγή]], Πινδ. Ν. 3. 109, Ι. 7(6), 15. - Ἀλαλά, κατὰ προσωποπ. ὑπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ, κλῦθ’, Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 225· πρβλ. Πλούτ. 2. 349C.
|lstext='''ἀλαλή''': [ᾰλᾰ], Δωρ. [[ἀλαλά]], ἡ, ([[ἀλαλαί]]) = [[ἀλαλητός]], [[μεγάλη]], ἰσχυρά, ἠχηρὰ [[κραυγή]], μανίαι τ’ [[ἀλαλαί]] τ’ ὀρινομένων, Πινδ. Ἀποσπ. 224· ἀλαλαὶ αἰαγμάτων, (ἑτέρα γραφὴ ἀλαλαγαί), Εὐρ. Φοίν. 337: - ἰδίως ἡ [[κραυγή]], μεθ’ ἧς ἤρχιζον τὴν μάχην, πολεμικὴ [[κραυγή]], τῆς μάχης [[κραυγή]], Πινδ. Ν. 3. 109, Ι. 7(6), 15. - Ἀλαλά, κατὰ προσωποπ. ὑπὸ τοῦ [[αὐτοῦ]] ποιητοῦ, κλῦθ’, Ἀλαλά, πολέμου θύγατερ, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 225· πρβλ. Πλούτ. 2. 349C.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>dor.</i> [[ἀλαλά]], ᾶς (ἡ) :<br />cri de guerre.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée.
}}
}}