Anonymous

ἀμεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεύομαι''': ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε [[ἀμείβω]] ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
|lstext='''ἀμεύομαι''': ἀντὶ ἀμείβομαι, παρ’ Αἰολ. ποιηταῖς (ἴδε [[ἀμείβω]] ἐν τέλ.), ἀλλὰ δὲν εὑρίσκεται κατ’ ἐνεστ., ὑπερτερῶ, νικῶ, ἀμεύσασθ’ ἀντίους Πινδ. Π. 1. 86, πρβλ. Π. 6 ἐν τέλ. ἀμεύσεσθε Τίσσανδρον Ἀποσπ. ἐν Εὐστ. Πονηματίοις 56. 85.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. f. et ao.</i><br /><b>1</b> passer de l’autre côté de, franchir, acc.;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> surpasser.<br />'''Étymologie:''' dor. c. ἀμείβομαι.
}}
}}