Anonymous

ἀλωή: Difference between revisions

From LSJ
269 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλωή''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]], πρβλ. τὸ Ἀττ. [[ἅλως]]): [[λέξις]] ποιητ. 1) [[ἁλώνιον]], ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. [[κῆπος]], [[φυτεία]], [[ἄμπελος]], κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[γουνός]]: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ [[θάλασσα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. [[ἄλσος]]. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς [[κύκλος]] ὁ [[πέριξ]] τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.
|lstext='''ἀλωή''': [ᾰ], Δωρ. [[ἀλωά]], ἡ, ([[ἀλέω]], πρβλ. τὸ Ἀττ. [[ἅλως]]): [[λέξις]] ποιητ. 1) [[ἁλώνιον]], ἱερὰς κατ’ ἀλωάς, Ἰλ. Ε. 499· μεγάλην κατ’ ἀλωήν, ἐϋκτιμένην κατ’ ἀλωήν, Ν. 588, Υ. 496, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597. ΙΙ. [[κῆπος]], [[φυτεία]], [[ἄμπελος]], κτλ., Ἰλ. Ε. 90, Ὀδ. Ζ. 293, κτλ., ἴδε ἐν λ. [[γουνός]]: - Ποσειδάωνος ἀλοή, δηλ. ἡ [[θάλασσα]], τὸ τοῦ Κικέρωνος Neptunia prata, Ὀππ. Ἁλ. 1. 797: πρβλ. [[ἄλσος]]. ΙΙΙ. ὁ φωτεινὸς [[κύκλος]] ὁ [[πέριξ]] τοῦ ἡλίου ἢ τῆς σελήνης σχηματιζόμενος, «τὸ ἁλῶνι.» Ἄρατ. 810.
}}
{{bailly
|btext=<i>selon d’autres</i> ἀλῳή;<br />ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> grange, aire à battre le grain;<br /><b>2</b> jardin, vignoble.<br />'''Étymologie:''' pour *ϜαλοϜή, du th. ϜαλεϜ, de la R. Ϝαλ, moudre ; cf. [[ἄλευρον]].
}}
}}