Anonymous

ἀμίς: Difference between revisions

From LSJ
196 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμίς''': -ίδος, ἡ, [[οὐροδοχεῖον]], Ἀριστοφ. Σφ. 935, Θεσμ. 633: - τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 842 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἴδε ἐν λέξ. ἅμαλα.
|lstext='''ἀμίς''': -ίδος, ἡ, [[οὐροδοχεῖον]], Ἀριστοφ. Σφ. 935, Θεσμ. 633: - τὸ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 842 [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ἴδε ἐν λέξ. ἅμαλα.
}}
{{bailly
|btext=<i>ou</i> ἁμίς, ίδος (ἡ) :<br />pot de chambre.<br />'''Étymologie:''' -.<br /><i><b>Par.</b></i> [[προχοΐς]], [[λάσανον]], [[ἐκδοχεῖον]].
}}
}}