Anonymous

ἀλλοτριοεπίσκοπος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλοτριοεπίσκοπος''': ὁ, ὁ περιεργαζόμενος, ἐπισκοπῶν τὰ ἀλλότρια, Ἐπιστ. πρὸς Πέτρ. Αϳ, δϳ, 15, Διον. Ἀρ.
|lstext='''ἀλλοτριοεπίσκοπος''': ὁ, ὁ περιεργαζόμενος, ἐπισκοπῶν τὰ ἀλλότρια, Ἐπιστ. πρὸς Πέτρ. Αϳ, δϳ, 15, Διον. Ἀρ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui examine les affaires d’autrui, indiscret.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλλότριος]], ἐπίσκοπέω.
}}
}}