3,276,932
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμβλύς''': -εῖα, ύ, (ἴδε [[μαλακός]]): - ὁ μὴ [[ὀξύς]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀξέων (κοπτερῶν ἢ μυτερῶν) ὀργάνων, Πλάτ. Λύσ. 215Ε, Θεαίτ. 165D, ἀμβλ. [[γωνία]], ὁ αὐτ. Τίμ. 55Α, Ἀριστ., κτλ. 2) μεταφ. [[ἀμαυρός]], [[θαμβός]], [[ἀδύνατος]]· ἐπὶ ὁράσεως, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 2, 13, 11 καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ αὐτ. Προβλ. 7. 5, 5· ἐπὶ τῶν ψυχικῶν παθήσεων, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, μετ’ ὀλιγωτέρου θυμοῦ, Θουκ. 3. 38· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, ἧττον ζωηρόν, ὁ αὐτ. 2. 65. β) ἐπὶ προσώπων, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 238 περὶ τοῦ Ὀρέστου ὡς ἁγνισθέντος ἤδη ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν ὀξύτητα τῆς ἐνοχῆς: ἀλλὰ [[κυρίως]] ὁ [[ἄνευ]] ζωηρότητος, [[ἄνευ]] δραστηριότητος, ἀποβαλὼν τὴν ὀξείαν αἴσθησιν, Θουκ. 2. 40, Εὐρ. Ἀποσπ. 818· ἀμβλύτερος τὴν φύσιν, νωθρότερος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3· ἀμβλ. εἴς τι, [[περί]] τι ἢ [[πρός]] τι = [[νωθρός]], [[ἀδρανής]], [[πρός]] τι ἢ ἔν τινι πράγματι, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 24, Ἀλκιβ. 30, κτλ.: Ἐπίρρ. συγκρ. -υτέρως Ἰωσήπ. Α. Ι. 19. 2, 5. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τι ἀμυδρόν, σκοτεινόν, ἐπὶ νέφους, Ἀνθ. Π. 7. 367. | |lstext='''ἀμβλύς''': -εῖα, ύ, (ἴδε [[μαλακός]]): - ὁ μὴ [[ὀξύς]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀξέων (κοπτερῶν ἢ μυτερῶν) ὀργάνων, Πλάτ. Λύσ. 215Ε, Θεαίτ. 165D, ἀμβλ. [[γωνία]], ὁ αὐτ. Τίμ. 55Α, Ἀριστ., κτλ. 2) μεταφ. [[ἀμαυρός]], [[θαμβός]], [[ἀδύνατος]]· ἐπὶ ὁράσεως, ἀμβλὺ ὁρᾶν, βλέπειν Πλάτ. Θεαίτ. 174Ε, Ἀριστ. περὶ Ζ. μορ. 2, 13, 11 καὶ ἀλλ.: ἐπὶ ἀκοῆς, ὁ αὐτ. Προβλ. 7. 5, 5· ἐπὶ τῶν ψυχικῶν παθήσεων, ἀμβλυτέρᾳ τῇ ὀργῇ, μετ’ ὀλιγωτέρου θυμοῦ, Θουκ. 3. 38· ἀμβλύτερον ποιεῖν τι, ἧττον ζωηρόν, ὁ αὐτ. 2. 65. β) ἐπὶ προσώπων, ἐν Αἰσχύλ. Εὐμεν. 238 περὶ τοῦ Ὀρέστου ὡς ἁγνισθέντος ἤδη ἀφοῦ ἀπέβαλε τὴν ὀξύτητα τῆς ἐνοχῆς: ἀλλὰ [[κυρίως]] ὁ [[ἄνευ]] ζωηρότητος, [[ἄνευ]] δραστηριότητος, ἀποβαλὼν τὴν ὀξείαν αἴσθησιν, Θουκ. 2. 40, Εὐρ. Ἀποσπ. 818· ἀμβλύτερος τὴν φύσιν, νωθρότερος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 3· ἀμβλ. εἴς τι, [[περί]] τι ἢ [[πρός]] τι = [[νωθρός]], [[ἀδρανής]], [[πρός]] τι ἢ ἔν τινι πράγματι, Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 24, Ἀλκιβ. 30, κτλ.: Ἐπίρρ. συγκρ. -υτέρως Ἰωσήπ. Α. Ι. 19. 2, 5. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ καθιστῶν τι ἀμυδρόν, σκοτεινόν, ἐπὶ νέφους, Ἀνθ. Π. 7. 367. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εῖα, ύ;<br />émoussé ; <i>p. ext.</i> sans vigueur, faible ; <i>au mor.</i> ἀμβλύτερος τὴν φύσιν XÉN d’une nature dégénérée ; ἀμβλυτέρα [[ὀργή]] THC colère émoussée ; ἀμβλὺς [[πρός]] [[τι]], [[εἴς]] [[τι]], [[περί]] [[τι]] sans énergie pour qch.<br />'''Étymologie:''' p. *ἀμλύς, de ἀ- prosth. et R. Μαλ amollir ; cf. [[μαλακός]]. | |||
}} | }} |