Anonymous

ἀμεμφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμεμφής''': -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ [[μετὰ]] παθητ. σημασ. = [[ἄμεμπτος]] Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. [[ἀμόμφητος]]: ― ποιητ. [[τύπος]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = [[ἄμεμπτος]] ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -[[φέως]], Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.
|lstext='''ἀμεμφής''': -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ [[μετὰ]] παθητ. σημασ. = [[ἄμεμπτος]] Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. [[ἀμόμφητος]]: ― ποιητ. [[τύπος]] ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = [[ἄμεμπτος]] ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -[[φέως]], Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> irréprochable;<br /><b>2</b> qui ne fait pas de reproche de, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μέμφομαι]].
}}
}}