Anonymous

ἀμετάβατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
|lstext='''ἀμετάβᾰτος''': -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς [[ἄλλο]] [[μέρος]], ἀμετάβατον [[ῥῆμα]] Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μεταβαίνω]].
}}
}}