3,277,020
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίβιος''': -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· [[οὕτως]], ἀμφ. [[στόμα]] Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος. | |lstext='''ἀμφίβιος''': -ον, ὁ διαβιῶν ἔν τε τῷ ὕδατι καὶ τῇ ξηρᾷ, «ὁ ἐν γῇ καὶ ὕδατι ζῆν δυνάμενος», Ἡσύχ. ἐπὶ βατράχων, Βατραχομ. 59· [[οὕτως]], ἀμφ. [[στόμα]] Ἀνθ. Π. 6. 43, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 368Β: ― Ὁ Θεόφραστος λέγει (Ἀποσπ. 12. 12) ὅτι τὴν λέξιν μετεχειρίσθη κατὰ πρῶτον ὁ Δημόκριτος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui vit dans deux éléments (<i>sur terre et dans l’eau</i>), amphibie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βίος]]. | |||
}} | }} |