3,277,719
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλλογνοέω''': (γνο-, -γνῶναι), Ἰων. [[ῥῆμα]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ὡς [[ἄλλο]], κακῶς γινώσκω, δὲν [[γνωρίζω]], [[παραγνωρίζω]]· ἀλλογνώσας Κροῖσον, (Ἰων. ἀντὶ ἀλλογνοήσας), Ἡρόδ. 1. 85. ΙΙ. εἶμαι ἔξω φρενῶν, Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. | |lstext='''ἀλλογνοέω''': (γνο-, -γνῶναι), Ἰων. [[ῥῆμα]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ὡς [[ἄλλο]], κακῶς γινώσκω, δὲν [[γνωρίζω]], [[παραγνωρίζω]]· ἀλλογνώσας Κροῖσον, (Ἰων. ἀντὶ ἀλλογνοήσας), Ἡρόδ. 1. 85. ΙΙ. εἶμαι ἔξω φρενῶν, Γαλην. Λεξικ. Ἱππ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />prendre pour un autre, se méprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], *γνοέω > [[νοέω]]. | |||
}} | }} |