Anonymous

ἀλλογνοέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλλογνοέω''': (γνο-, -γνῶναι), Ἰων. [[ῥῆμα]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ὡς [[ἄλλο]], κακῶς γινώσκω, δὲν [[γνωρίζω]], [[παραγνωρίζω]]· ἀλλογνώσας Κροῖσον, (Ἰων. ἀντὶ ἀλλογνοήσας), Ἡρόδ. 1. 85. ΙΙ. εἶμαι ἔξω φρενῶν, Γαλην. Λεξικ. Ἱππ.
|lstext='''ἀλλογνοέω''': (γνο-, -γνῶναι), Ἰων. [[ῥῆμα]] [[ἐκλαμβάνω]] τι ὡς [[ἄλλο]], κακῶς γινώσκω, δὲν [[γνωρίζω]], [[παραγνωρίζω]]· ἀλλογνώσας Κροῖσον, (Ἰων. ἀντὶ ἀλλογνοήσας), Ἡρόδ. 1. 85. ΙΙ. εἶμαι ἔξω φρενῶν, Γαλην. Λεξικ. Ἱππ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />prendre pour un autre, se méprendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄλλος]], *γνοέω &gt; [[νοέω]].
}}
}}