Anonymous

ἁλμυρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁλμυρός''': -ά, -όν, ([[ἅλμη]]) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. [[πόντος]], Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. [[ποταμός]], ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ [[αἷμα]], Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ [[μωρός]], [[ἀνούσιος]], ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀπεχθής]], ὡς τὸ Λατ. amarus: [[ἀκοή]], [[γειτόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) [[δριμύς]], «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε.
|lstext='''ἁλμυρός''': -ά, -όν, ([[ἅλμη]]) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]], τὸ ἁλμυρὸν [[ὕδωρ]] τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. [[πόντος]], Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. [[ποταμός]], ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ [[αἷμα]], Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ [[μωρός]], [[ἀνούσιος]], ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., [[πικρός]], [[δυσάρεστος]], [[ἀπεχθής]], ὡς τὸ Λατ. amarus: [[ἀκοή]], [[γειτόνημα]], Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) [[δριμύς]], «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> salin, salé : ἁλμυρὸς [[ποταμός]] HDT le courant salé (l’Hellespont);<br /><b>2</b> salé, saumâtre, âcre ; <i>fig.</i> amer, piquant.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλμη]].
}}
}}