Anonymous

ἁμίλλημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁμίλλημα''': -ατος, τό, [[ἀγών]], Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. [[ἄλεκτρος]]. - καθ’ ἁμιλλάματα [[πρᾶτος]] Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.
|lstext='''ἁμίλλημα''': -ατος, τό, [[ἀγών]], Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. [[ἄλεκτρος]]. - καθ’ ἁμιλλάματα [[πρᾶτος]] Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />lutte passionnée (pour obtenir qqch.) ; désir.<br />'''Étymologie:''' [[ἁμιλλάομαι]].
}}
}}