Anonymous

ἀμφηρικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφηρικός''': -ή, -όν, = [[ἀμφήρης]], ΙΙ., [[ἀκάτιον]] ἀμφ., ἐλαφρὸν [[ἐφόλκιον]], ἐν τῷ ὁποίῳ [[ἕκαστος]] [[ἐρέτης]] ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ [[ἁπλῶς]] δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
|lstext='''ἀμφηρικός''': -ή, -όν, = [[ἀμφήρης]], ΙΙ., [[ἀκάτιον]] ἀμφ., ἐλαφρὸν [[ἐφόλκιον]], ἐν τῷ ὁποίῳ [[ἕκαστος]] [[ἐρέτης]] ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ [[ἁπλῶς]] δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />à double aviron, <i>càd</i> manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἐρέσσω]].
}}
}}