3,277,700
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίθετος''': -ον, ἐν Ἰλ. Ψ. 270, 616· ἀμφ. [[φιάλη]], κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., [[φιάλη]] δυναμένη νὰ σταθῇ ἐφ’ ἑκατέρου μέρους· κατὰ δὲ τὸν Εὐστ., [[φιάλη]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] λαβὰς καὶ δυναμένη νὰ ληφθῇ (πιασθῇ) [[ἑκατέρωθεν]], ὡς ὁ [[ἀμφιφορεύς]]· πρβλ. Ἀθην. 501Α κἑξ., Ἡσύχ., καὶ ἴδε τὴν λέξιν [[ἀμφικύπελλος]]. ΙΙ. Ἐκκλ., [[τεχνητός]], πεπλασμένος, ψευδής. | |lstext='''ἀμφίθετος''': -ον, ἐν Ἰλ. Ψ. 270, 616· ἀμφ. [[φιάλη]], κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., [[φιάλη]] δυναμένη νὰ σταθῇ ἐφ’ ἑκατέρου μέρους· κατὰ δὲ τὸν Εὐστ., [[φιάλη]] ἔχουσα [[ἀμφοτέρωθεν]] λαβὰς καὶ δυναμένη νὰ ληφθῇ (πιασθῇ) [[ἑκατέρωθεν]], ὡς ὁ [[ἀμφιφορεύς]]· πρβλ. Ἀθην. 501Α κἑξ., Ἡσύχ., καὶ ἴδε τὴν λέξιν [[ἀμφικύπελλος]]. ΙΙ. Ἐκκλ., [[τεχνητός]], πεπλασμένος, ψευδής. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut poser de deux côtés <i>ou</i> prendre par deux anses (vase).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |