Anonymous

ἀμοιβηδίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμοιβηδίς''': Ἐπίρρ. ([[ἀμοιβή]]) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, [[ἐναλλάξ]]. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· [[ὡσαύτως]] ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. [[ἀμοιβαδίς]].
|lstext='''ἀμοιβηδίς''': Ἐπίρρ. ([[ἀμοιβή]]) ἀμοιβαίως, ἐξ ἀμοιβῆς, [[ἐναλλάξ]]. Ἰλ. Σ. 506, Ὀδ. Σ. 310· [[ὡσαύτως]] ἀμοιβήδην, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1071, Ὀρφ. Λ. 685 Πρβλ. [[ἀμοιβαδίς]].
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />alternativement, mutuellement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμοιβή]], -δις.
}}
}}