Anonymous

ἀμφίπυρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφίπῠρος''': ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον [[ἄκρον]], ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα [[Βάκχιος]] ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. [[δίλοφος]], [[δικόρυφος]]), [[αὐτόθι]] 716· [[οὕτως]] ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ [[πυρός]], τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. [[ἀμφιβαίνω]] ΙΙ.).
|lstext='''ἀμφίπῠρος''': ον (πῦρ) ὁ ἔχων πῦρ εἰς ἑκάτερον [[ἄκρον]], ἐπὶ τοῦ διπλῆν ἔχοντος αἰχμὴν κεραυνοῦ. Εὐρ. Ἴων 213· δειράδες Παρνασσοῦ ..., ἵνα [[Βάκχιος]] ἀμφυπύρους ἀνέχων πεύκας ... πηδᾷ, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὰς δύο κορυφὰς τοῦ Παρνασσοῦ (πρβλ. [[δίλοφος]], [[δικόρυφος]]), [[αὐτόθι]] 716· [[οὕτως]] ἐν Σοφ. Τρ. 214, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς φερούσης πυρσὸν ἐν ἑκατέρᾳ χειρί, πρβλ. Ο. Τ. 206. ΙΙ. ὁ περιβαλλόμενος ὑπὸ [[πυρός]], τρίποδες Σοφ. Αἴ. 1405 (πρβλ. [[ἀμφιβαίνω]] ΙΙ.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est en feu tout autour ; [[ἀμφίπυρος]] βροντά EUR le foudre enflammé, <i>càd</i> Zeus armé du foudre;<br /><b>2</b> qui porte une torche dans chaque main (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πῦρ]].
}}
}}