Anonymous

ἄμαθος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμᾰθος''': [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἄμμος]], ἡ [[ἄμμος]] τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες [[ἔδαφος]], [[χῶμα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ([[ψάμμος]], [[ψάμαθος]]), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.
|lstext='''ἄμᾰθος''': [ᾰμ], ἡ, Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἄμμος]], ἡ [[ἄμμος]] τῆς πεδιάδος, ἀμμῶδες [[ἔδαφος]], [[χῶμα]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης ([[ψάμμος]], [[ψάμαθος]]), Ἰλ. Ε. 587· ἴδε Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 384, 593, Lehrs Ἀρίσταρχ. σ. 128: - κατὰ πληθ. αἱ παρὰ τὴν θάλασσαν ἀμμώδεις ἀνωμαλίαι τοῦ ἐδάφους, ἀμμώδη ὑψώματα, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 439.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />sable de plaine, sol sablonneux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ψάμαθος]].
}}
}}