Anonymous

ἀμέτοχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμέτοχος''': -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων [[μέρος]] ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις [[εἶναι]] πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
|lstext='''ἀμέτοχος''': -ον, ὁ μὴ λαμβάνων ἢ ὁ μὴ ἔχων [[μέρος]] ἔν τινι, ἐγκλημάτων Θουκ. 1. 39 (ἂν καὶ αἱ λέξεις [[εἶναι]] πιθανῶς νόθοι, ἀλλὰ πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 93).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne participe pas à, gén..<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μετέχω]].
}}
}}