Anonymous

ἀμίσθωτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμίσθωτος''': -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, [[οἶκος]] Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.
|lstext='''ἀμίσθωτος''': -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, [[οἶκος]] Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non loué, qui ne procure aucun revenu;<br /><b>2</b> non salarié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μισθόω]].
}}
}}