3,277,188
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεείνω''': [ᾰλ], Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ. (πλὴν τοῦ ἀορ. ἀλεεῖναι, Μανέθ. 6, 736): ([[ἀλέα]] (Β), ἄλη) ὅμοιον τῷ [[ἀλέομαι]], [[ἀποφεύγω]], [[ἀποκλίνω]]· [[κυρίως]] μ. αἰτ. πράγ. θυμὸν [[ὀπίζομαι]] ἠδ’ [[ἀλεείνω]], Ὀδ. Ν. 148, καὶ ἀλλ.· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινε, ἀπέφυγε [ἐνν. τὴν ἐρώτησίν μου], Δ. 251· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀλέεινε δ’ ὑφορβόν, Π. 477· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 239· μετ’ ἀπαρεμ., κτεῖναι μέν ῥ’ ἀλέεινε, Ἰλ. Ζ. 167· ἀλεξέμεναι ἀλέεινε, Ν. 356. - ὡσαύτ. ἐν Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 23. II. ἀμετάβ., ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 650. | |lstext='''ἀλεείνω''': [ᾰλ], Ἐπ. [[ῥῆμα]] ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ. (πλὴν τοῦ ἀορ. ἀλεεῖναι, Μανέθ. 6, 736): ([[ἀλέα]] (Β), ἄλη) ὅμοιον τῷ [[ἀλέομαι]], [[ἀποφεύγω]], [[ἀποκλίνω]]· [[κυρίως]] μ. αἰτ. πράγ. θυμὸν [[ὀπίζομαι]] ἠδ’ [[ἀλεείνω]], Ὀδ. Ν. 148, καὶ ἀλλ.· ὁ δὲ κερδοσύνῃ ἀλέεινε, ἀπέφυγε [ἐνν. τὴν ἐρώτησίν μου], Δ. 251· σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπ., ἀλέεινε δ’ ὑφορβόν, Π. 477· πρβλ. Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 239· μετ’ ἀπαρεμ., κτεῖναι μέν ῥ’ ἀλέεινε, Ἰλ. Ζ. 167· ἀλεξέμεναι ἀλέεινε, Ν. 356. - ὡσαύτ. ἐν Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 23. II. ἀμετάβ., ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 650. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et inf. ao.</i><br />éviter, esquiver, échapper.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀλέομαι]]. | |||
}} | }} |