Anonymous

ἀμητικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμητικός''': -ή, -όν, ([[ἄμητος]]) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· [[δρέπανον]] ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.
|lstext='''ἀμητικός''': -ή, -όν, ([[ἄμητος]]) = ὁ ἐκ τοῦ θερισμοῦ ἢ ἀνήκων εἰς τὸ θερίζειν· [[δρέπανον]] ἀμ. = δρέπ. δι’ οὗ θερίζουσιν, Αἰλ. Περὶ Ζ. 17, 37.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui sert à moissonner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμάω]].
}}
}}