Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφελίσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφελίσσω''': ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀμφιελ-, [[συμπλέκω]], [[συμπτύσσω]], ἀμφελίξαντες χέρας Εὐρ. Ἀνδρ. 425, πρβλ. Ἱππ. 8. 140 Litt.· ἐνεστ. παρ’ Ἀρεταίῳ, Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 4: ― Μέσ., ἀμφελίξασθαι γνάθους τέκνοις «[[τουτέστι]] [[καταφαγεῖν]], διὰ τὸ συστρέφειν τὰς γνάθους τοὺς μασωμένους» (Σχόλ.) Πινδ. Ν. 1. 62.
|lstext='''ἀμφελίσσω''': ποιητ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἀμφιελ-, [[συμπλέκω]], [[συμπτύσσω]], ἀμφελίξαντες χέρας Εὐρ. Ἀνδρ. 425, πρβλ. Ἱππ. 8. 140 Litt.· ἐνεστ. παρ’ Ἀρεταίῳ, Θερ. Ὀξ. Παθ. 2. 4: ― Μέσ., ἀμφελίξασθαι γνάθους τέκνοις «[[τουτέστι]] [[καταφαγεῖν]], διὰ τὸ συστρέφειν τὰς γνάθους τοὺς μασωμένους» (Σχόλ.) Πινδ. Ν. 1. 62.
}}
{{bailly
|btext=rouler autour, enrouler ; ἀ. [[χέρας]] EUR lier <i>ou</i> comprimer les mains;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀμφελίσσομαι enrouler autour de, [[τί]] τινι qch autour de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}