Anonymous

ἄμυστις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμυστις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, ([[ἀμυστὶ]]) ἀθρόα [[πόσις]], ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) [[πολυποσία]], [[φιλοποσία]], ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. ΙΙ. μέγα [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.
|lstext='''ἄμυστις''': -ιος, καὶ ιδος, ἡ, ([[ἀμυστὶ]]) ἀθρόα [[πόσις]], ἄμυστιν προπιεῖν, πίνειν Ἀνακρ. 62. 2. ([[ἔνθα]] ἴδε Bgk), Ἐπίχ. 18 Ahr. - ἑλκύσαι Εὐρ. Κύκλ. 417. 2) [[πολυποσία]], [[φιλοποσία]], ὁ αὐτ. Ρῆσ. 438, καὶ [[αὐτόθι]] Σχόλ. ΙΙ. μέγα [[ποτήριον]] ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θρᾳξὶ γνωστοῖς ἐπὶ φιλοποσίᾳ, ἄμυστιν ἐξέλαψα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1229· αὔλει σύ, καὶ σὺ τὴν ἄμυστιν λάμβανε Ἀμειψ. Ἄδηλ. 1, 3, πρβλ. Ὁρατ. ᾨδ. 1. 36, 14.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br /><b>1</b> large rasade, pleine coupe (à boire d’un trait);<br /><b>2</b> grand vase à boire, à l’usage des Thraces.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμυστί]].
}}
}}