Anonymous

ἀμφιλαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιλαχαίνω''': [[περισκάπτω]] ἢ διὰ τῆς σκαπάνης [[περικαθαίρω]], «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.
|lstext='''ἀμφιλαχαίνω''': [[περισκάπτω]] ἢ διὰ τῆς σκαπάνης [[περικαθαίρω]], «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg.</i> ἀμφελάχαινεν;<br />bêcher autour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[λαχαίνω]].
}}
}}