Anonymous

κουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ˙ ([[κοῦφος]])˙ ― ἀμεταβ., εἶμαι [[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]], νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Σχόλ. Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461, Εὐρ. Ἑλ. 1555˙ ἐπὶ πόνου, ἀνακουφίζομαι, πραΰνομαι, Σοφ. Φ. 735, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1245. ΙΙ. μεταβ., [[ἐλαφρύνω]], [[κάμνω]] τι ἐλαφρόν, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 2, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 13˙ ― [[ἐντεῦθεν]], Ι) [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, Σοφ. Ἀντ. 43, Τρ. 1024˙ ἀσπίδ’ ἀμφὶ βραχίονα κουφίζων Εὐρ. Φοίν. 120˙ ― ἅλμα κουφιεῖν = ἅλμα κοῦφον ἁλεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 1287˙ κ. [[πήδημα]] Εὐρ. Ἠλ. 861˙ δύστηνον [[αἰώρημα]] [[κουφίζω]] = [[δύστηνος]] αἰωροῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1047, πρβλ. [[κοῦφος]] Ι. 1. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, [[πέτομαι]], τῷ πτερῷ ἡ ψυχὴ κουφίζεται Πλάτ. Φαῖδρ. 248C, πρβλ. 249Α. 2) [[ἐλαφρύνω]] ἀπὸ βάρους, ὄχλου κ. χθόνα, [[ἐλαφρύνω]] τὴν γῆν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, Εὐρ. Ἑλ. 40˙ κουφισθεὶς τοῦ βάρους Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 16, 2˙ ἀπολ., [[ἐλαφρύνω]] πλοῖα τοῦ φορτίου αὐτῶν, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Θουκ. 6. 34˙ κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Πολύβ. 20. 5, 11, πρβλ. 1. 60, 8˙ οὕτω καὶ β) ἐπὶ προσώπων, [[ἀνακουφίζω]] τινὰ ἐκ στενοχωρίας τινός, [[ἴσως]] γὰρ ἂν τί σε καὶ [[ἡμεῖς]] κουφίσαιμεν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1, Κύρ. 6. 3, 24˙ τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Διόδ. 13. 64˙ τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Πλουτ. Καῖσ. 37˙ [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]] (τῆς ἐργωνίας), Πολύβ. 6. 17, 5˙ κ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. 2. 1106Β. ― Παθ., ἀνακουφίζομαι, ἐλαφρύνομαι, νόσου, ἀπὸ.., Εὐρ. Ὀρ. 43˙ τοῦ πάθους, τῆς ὀδύνης, κτλ.˙ [[συχν]]. παρ’ Ἱππ., κτλ., κουφισθήσομαι ψυχὴν Εὐρ. Μήδ. 473˙ μέσ. μέλλ. κουφιεῖσθαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Ἀριστείδ. 2. 145˙ μεταφ., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε, αἰσθάνεσθε ὅτι τὰ βάρη σας ἐλαφρύνονται διὰ…, Θουκ. 2. 44˙ κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 5. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ἐλαφρύνω]], [[καταπραΰνω]], ἀλγηδόνας Εὐρ. Ἀποσπ. 577˙ συμφορὰς λόγῳ κ. Δημ. 1400. 7˙ κ. ἔρωτα Θεόκρ. 23. 9˙ τὸ [[πάθος]] Πλουτ. Ἀλέξ. 52˙ τὰ ὀφλήματα ὁ αὐτ. 2. 807D˙ ἀπολ. [[παρέχω]] ἀνακούφισιν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 52. ― Παθ., κεκούφισται αὐτοῖς ὁ [[πόλεμος]] Πολύβ. 1. 17, 2.
|lstext='''κουφίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ˙ ([[κοῦφος]])˙ ― ἀμεταβ., εἶμαι [[κοῦφος]], [[ἐλαφρός]], νειὸν δὲ σπείρειν ἔτι κουφίζουσαν ἄρουραν, «σπεῖρε δὲ τὴν νεαθεῖσαν γῆν ἔτι κούφην οὖσαν καὶ μὴ συμπιληθεῖσαν καὶ στερεωθεῖσαν, ἀλλὰ σπογγώδη» (Σχόλ. Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461, Εὐρ. Ἑλ. 1555˙ ἐπὶ πόνου, ἀνακουφίζομαι, πραΰνομαι, Σοφ. Φ. 735, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1245. ΙΙ. μεταβ., [[ἐλαφρύνω]], [[κάμνω]] τι ἐλαφρόν, τὸ κενὸν ἐμπεριλαμβανόμενον κ. τὰ σώματα Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 2, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 2, 13˙ ― [[ἐντεῦθεν]], Ι) [[ἐγείρω]], ἀνυψῶ, Σοφ. Ἀντ. 43, Τρ. 1024˙ ἀσπίδ’ ἀμφὶ βραχίονα κουφίζων Εὐρ. Φοίν. 120˙ ― ἅλμα κουφιεῖν = ἅλμα κοῦφον ἁλεῖσθαι, Σοφ. Αἴ. 1287˙ κ. [[πήδημα]] Εὐρ. Ἠλ. 861˙ δύστηνον [[αἰώρημα]] [[κουφίζω]] = [[δύστηνος]] αἰωροῦμαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 1047, πρβλ. [[κοῦφος]] Ι. 1. ― Παθ., ἀνυψοῦμαι, [[πέτομαι]], τῷ πτερῷ ἡ ψυχὴ κουφίζεται Πλάτ. Φαῖδρ. 248C, πρβλ. 249Α. 2) [[ἐλαφρύνω]] ἀπὸ βάρους, ὄχλου κ. χθόνα, [[ἐλαφρύνω]] τὴν γῆν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, Εὐρ. Ἑλ. 40˙ κουφισθεὶς τοῦ βάρους Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 4. 16, 2˙ ἀπολ., [[ἐλαφρύνω]] πλοῖα τοῦ φορτίου αὐτῶν, τῷ ταχυναυτοῦντι κουφίσαντες προσβάλλειν Θουκ. 6. 34˙ κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Πολύβ. 20. 5, 11, πρβλ. 1. 60, 8˙ οὕτω καὶ β) ἐπὶ προσώπων, [[ἀνακουφίζω]] τινὰ ἐκ στενοχωρίας τινός, [[ἴσως]] γὰρ ἂν τί σε καὶ [[ἡμεῖς]] κουφίσαιμεν Ξεν. Ἀπομν. 2. 7, 1, Κύρ. 6. 3, 24˙ τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Διόδ. 13. 64˙ τόκων τοὺς χρεωφειλέτας Πλουτ. Καῖσ. 37˙ [[ἀνακουφίζω]], [[ἐλαφρύνω]] (τῆς ἐργωνίας), Πολύβ. 6. 17, 5˙ κ. τοὺς νοσοῦντας Πλούτ. 2. 1106Β. ― Παθ., ἀνακουφίζομαι, ἐλαφρύνομαι, νόσου, ἀπὸ.., Εὐρ. Ὀρ. 43˙ τοῦ πάθους, τῆς ὀδύνης, κτλ.˙ [[συχν]]. παρ’ Ἱππ., κτλ., κουφισθήσομαι ψυχὴν Εὐρ. Μήδ. 473˙ μέσ. μέλλ. κουφιεῖσθαι [[μετὰ]] παθ. σημ., Ἀριστείδ. 2. 145˙ μεταφ., τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ κουφίζεσθε, αἰσθάνεσθε ὅτι τὰ βάρη σας ἐλαφρύνονται διὰ…, Θουκ. 2. 44˙ κουφίζονται οἱ λυπούμενοι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 2, πρβλ. Πολιτικ. 8. 7, 5. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. [[ἐλαφρύνω]], [[καταπραΰνω]], ἀλγηδόνας Εὐρ. Ἀποσπ. 577˙ συμφορὰς λόγῳ κ. Δημ. 1400. 7˙ κ. ἔρωτα Θεόκρ. 23. 9˙ τὸ [[πάθος]] Πλουτ. Ἀλέξ. 52˙ τὰ ὀφλήματα ὁ αὐτ. 2. 807D˙ ἀπολ. [[παρέχω]] ἀνακούφισιν, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 945, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 52. ― Παθ., κεκούφισται αὐτοῖς ὁ [[πόλεμος]] Πολύβ. 1. 17, 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f. att.</i> κουφιῶ;<br /><b>A.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> être léger;<br /><b>2</b> être allégé, éprouver du soulagement;<br /><b>B.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> rendre léger, donner de la légèreté à, alléger ; <i>abs.</i> alléger un navire de sa cargaison ; <i>fig.</i><br /><b>1</b> <i>en parl. de charges publiques, d’impôts, de dettes</i> τόκων τοὺς χρεωφειλέτας PLUT alléger le chiffre des intérêts à la charge des débiteurs ; κ. τὰ ὀφλήματα PLUT diminuer les dettes;<br /><b>2</b> <i>en parl. de maladie</i> κ. τοὺς νοσοῦντας PLUT soulager les malades, κ. τὸ [[πάθος]] PLUT alléger le mal;<br /><b>3</b> <i>en parl. de chagrins</i> soulager, consoler;<br /><b>II.</b> soulever : τινα, qqn ; νεκρόν SOPH enlever un mort, pour lui donner la sépulture ; <i>p. anal.</i> [[ἅλμα]] κ. SOPH sauter légèrement <i>ou</i> vivement.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦφος]].
}}
}}